χαλασοσπίτης

χαλασοσπίτης
ο
αυτός που χάλασε το σπίτι του, αυτός που διαλύει μια οικογένεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλασοσπίτης — ο, Ν αυτός που με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη διάλυση μιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ α, αόρ. τού χαλώ + συνδετικό φωνήεν ο + σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο σπίτης] …   Dictionary of Greek

  • κλεπτοσπίτης — κλεπτοσπίτης, ὁ (Μ) κλέφτης, διαρρήκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο σπίτης, χαλασοσπίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”